αποφυλλίζω

αποφυλλίζω
μετ. обрывать листья, лепестки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αποφυλλίζω" в других словарях:

  • ἀποφυλλίζω — strip pres subj act 1st sg ἀποφυλλίζω strip pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποφυλλίζω — αφαιρώ άνθη ή φύλλα από κάποιο φυτό για να αναπτυχθεί καλύτερα ή για να ωριμάσουν οι καρποί του …   Dictionary of Greek

  • ἀποφυλλίσαι — ἀποφυλλίζω strip aor inf act ἀποφυλλίσαῑ , ἀποφυλλίζω strip aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφυλλίζειν — ἀποφυλλίζω strip pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφυλλίσωσιν — ἀποφυλλίζω strip aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιναρίζω — οἰναρίζω (Α) [οίναρον] κόβω τα φύλλα τής αμπέλου, αποφυλλίζω τα κλαδιά όταν ωριμάσουν τα σταφύλια …   Dictionary of Greek

  • ἀποφυλλίσας — ἀποφυλλίσᾱς , ἀποφυλλίζω strip aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»